Ελίνα Κατσιουλα: Η αυθεντικότητα στην σκηνογραφία
Ελίνα Κατσιουλα: Η αυθεντικότητα στην σκηνογραφία
Η Ελίνα Κατσιούλα ήταν μια πολύ όμορφη και έξυπνη γυναίκα που ξεκίνησε την σταδιοδρομία της ως ζωγράφος, με σπουδές στην ΑΣΚΤ και δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, αλλά που, στην πορεία, την κέρδισε η σκηνογραφία. Δούλεψε στο εργαστήρι του Βασίλη Βασιλειάδη, σκηνογράφου του Εθνικού Θεάτρου, και στη συνέχεια είχε για καθηγητή της στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ τον διάσημο Κινέζο σκηνογράφο Μινγκ Τσο-Λι.
Συχνά ο σκηνογράφος είναι ζωγράφος οπότε η «μαγιά» της δημιουργίας διοχετεύεται σε μια παράλληλη μορφή τέχνης. Όμως, η Ελίνα Κατσιούλα, πέρα από το ότι έκανε εντύπωση από την αρχή με τη δουλειά της στο Γέιλ όπου της δόθηκε η δυνατότητα να σκηνογραφήσει τις πρώτες της παραστάσεις, η διπλωματική της με θέμα τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη (414 π.Χ.) θεωρήθηκε από τις καλύτερες που είχαν ποτέ κατατεθεί και ο γνωστός σκηνογράφος του Χόλιγουντ Ρέιμοντ Κλοζέν της εξασφάλισε χρηματοδότηση και της πρότεινε μετά την αποφοίτησή της να δουλέψει μαζί του στο Χόλιγουντ, όπως και έγινε. Αμέσως μετά, αυτόνομη πια, σχεδίασε τα σκηνικά και την ενδυμασία των ερμηνευτών και των ερμηνευτριών φημισμένων θεατρικών παραστάσεων, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για τη δημιουργία του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας διαφορετικών σκηνών, ενώ σκηνογράφησε και πολλές βραβευμένες παραστάσεις, κυρίως στο Λος Άντζελες.
Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με διαχρονικές παραστάσεις όπως η κωμωδία «Βάτραχοι» (405 π.Χ.) του Αριστοφάνη, το ιστορικό θεατρικό έργο «Ριχάρδος Γ΄» (1593) και το δράμα « Ο Βασιλιάς Ληρ» (1609) του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, η δημοφιλής κομεντί «Private Lives» του Νόελ Κάουαρντ (1930) ή το έργο «Little Eyolf» του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Χένρικ Ίψεν (1894), ενώ ετοίμασε μακέτες για την γνωστή τραγωδία «Μήδεια» του Ευριπίδη (431π.Χ).
Με τα έργα να λειτουργούν σαν εργαλεία έμπνευσης, η Ελίνα Κατσιούλα δεν έψαχνε ποτέ για εύκολες και συμβατικές λύσεις. Μέσα από βαθειά έρευνα, έδινε την δική της ερμηνεία και προσέγγιση προς την σκηνογραφία και την ενδυματολογία, προκαλώντας στον θεατή ποικίλα συναισθήματα.
Στους «Όρνιθες» τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν πολύχρωμα, με ζωηρά, φωτεινά χρώματα. Αυτή η πανδαισία χρωμάτων, έδινε ένταση στην σκηνογραφία της αλλά και ανακαλούσε στη μνήμη το ζεστό μεσογειακό φως. Άλλες φορές, τα κοστούμια που σχεδίαζε ήταν λεπτομερή και ιστορικά ακριβή (Ριχάρδος Γ΄) και άλλες φορές επιστράτευε την φαντασία και την ευρηματικότητά της δίνοντας εξαιρετικά σύγχρονες δημιουργίες (Βάτραχοι). Επιπλέον, επηρεαζόταν πολύ από τις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές, αλλά και την απλότητα της ενδυμασίας της ελληνικής υπαίθρου με τις μαυροφορεμένες γυναίκες της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί τους δικούς της αυτάρκεις και αυτόνομους χαρακτήρες (Weather).
Για την Ελίνα Κατσιούλα, το κοστούμι ήταν η προβολή των συναισθημάτων του ήρωα. Ήταν η καταγραφή των ψυχολογικών του καταστάσεων πάνω στην όψη του. Η σκηνογράφος χρησιμοποιούσε επιλεγμένα εικαστικά στοιχεία που βοηθούσαν να αναδυθούν βαθύτερα νοήματα της κάθε σκηνής. Δεν επρόκειτο για μία άσκοπα παραστατική και άνευ λόγου λεπτομερή σκηνογραφία, αλλά για ουσία και ομορφιά που μπορεί να παρατηρηθεί στα πιο ασήμαντα πράγματα.
Η ικανότητά της να σχεδιάζει με το χέρι, η κατανόηση του πως τα χρώματα, τα υφάσματα και οι υφές λειτουργούν στην σκηνή, κάτω από φωτισμό, η γνώση της των ενδυματολογικών ρευμάτων και των ιστορικών περιόδων, η ικανότητά της να κατανοεί τους χαρακτήρες ώστε να σχεδιάσει κοστούμια που εξυπηρετούν την ψυχολογία και την εξέλιξή τους, είναι εξαιρετικά προτερήματα και ήταν εμφανή σε όλο το έργο της.
Γνώριζε τους συμβολισμούς, την πολυτιμότητα των χρωμάτων, την διαφορετικότητα των εποχών και ήξερε πως αυτά μπορούν να ερμηνευτούν μέσα στην θεατρική πράξη. Ξεχώριζε για την βαθιά κατανόηση του πως οι ενδυμασίες υποστηρίζουν την αφήγηση, την ατμόσφαιρα και την δραματουργία των έργων. Επίσης, κατανοούσε σε βάθος τα έργα, το ύφος και τους χαρακτήρες, ενώ ήξερε πώς να μεταφράζει νοήματα και σύμβολα σε οπτικά στοιχεία. Είχε ισχυρή αίσθηση χρώματος, υφής και μορφής. Αντλούσε έμπνευση από την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, αλλά και την κουλτούρα της εποχής της και επικοινωνούσε με σαφήνεια τις ιδέες της μέσα από τα σχέδιά της. Η γοητεία των εικόνων της είναι η γοητεία της αθωότητας που προέρχεται από την πείρα, όσο η ίδια έχτιζε ψυχολογικά πορτρέτα ανθρώπων που φτιάχνουν την «ιστορία».
Το ανήσυχο, δημιουργικό πνεύμα της, σε συνδυασμό με τον ανεξάντλητο πλούτο των σκηνογραφικών μετασχηματισμών που της κληροδοτήθηκαν με αφορμή χώρες - κολοσσούς όσον αφορά στην τέχνη του θεάτρου, όπως είναι η Ελλάδα και η Αγγλία, διαμόρφωσαν την δική της καλλιτεχνική συνείδηση και γέννησαν το προσωπικό της ύφος, με τις ποιητικές και οραματικές εκδοχές του. Ένα ύφος λιτό, παραδοσιακό, μα συνάμα τόσο σύγχρονο. Ένα ύφος αυθεντικό, με στοιχεία μιας δικής της «ελληνικότητας», που διακρίνεται για το λεπτό γούστο του.
Βέβαια, το έργο και η φήμη της δεν σταμάτησαν εκεί. Ήταν υποψήφια τρεις φορές για βραβείο ΕΜΜΥ για την δουλειά της στην τηλεόραση, δούλεψε τέσσερις φορές για την σκηνογραφία των Όσκαρς και συνεργάστηκε με διάσημους καλλιτέχνες για τις περιοδείες και τις συναυλίες τους, όπως με την Πώλα Αμπντούλ, τη Μαντόνα, τον Πωλ Μακ Κάρτνεϊ, την Τζάνετ Τζάκσον, τον Πρινς, τον Χούλιο Ιγκλέσιας και τους Πινκ Φλόιντ.
Ταυτόχρονα με την σκηνογραφία, εργάστηκε από το 2000 στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων έχοντας δική της εταιρεία. Η καλλιτεχνική δουλειά της χάρισε πλήθος διακρίσεων σε παναμερικανικό επίπεδο και 17 βραβεία από το ΝΚΒΑ (Εθνική ένωση σχεδιαστών κουζινών και μπάνιων).
Η ίδια έλεγε με σεμνότητα και μετριοφροσύνη: «Δεν με ενδιαφέρει να προβληθεί η δουλειά μου στην Ελλάδα. Με ενδιαφέρει να προβληθεί η Ελλάδα μέσα από τη δουλειά μου». Αυτό ήταν το όνειρό της και, απ' ό,τι αποδεικνύεται σήμερα, το πραγματοποίησε.
Ήρα Παπαποστόλου
Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης, μέλος της AICA International