Τα 1000 Πρόσωπα της Πόλης & της Πρωτεύουσας - Έρευνα -Μάρτιος 2010

2010-03-25 19:04

www.myebooks.gr/el/general-knowledge-el/14189-%CF%84%CE%B1-1000-%CF%80%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1%CF%82-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%AD%CF%87%CE%BD%CE%B5%CF%82-19%CE%BF%CF%82-%E2%80%93-21%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%B9-book

 

Οι πόλεις των Ελλήνων καλλιτεχνών: χάρτες, κατοικίες, προορισμοί
Αναμφίβολα η πόλη είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα στη νεοελληνική ζωγραφική και στη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Η πόλη αυτή μπορεί να είναι άλλοτε φανταστική, άλλοτε «πολιτική», άλλοτε απόλυτα ρεαλιστική. Μπορεί, ακόμη, να είναι ονειρική ή συμβολική. Όταν λέμε πόλη στην τέχνη μπορεί να εννοούμε τη γειτονιά, τους ανθρώπους και τις δραστηριότητες που αυτοί αναπτύσσουν, τη ζωή, δηλαδή, μέσα στο αστικό περιβάλλον. Πόλη μπορεί να είναι όμως και χάρτες, σχέδια, προορισμοί και υπόγειες διαδρομές. Εικόνες μοναξιάς και αποξένωσης. Ή μια οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα πόλη ή κατοικία. Μπορεί, τέλος, να είναι μια επέμβαση ή κάποιο γκράφιτι στους ίδιους τους δρόμους της πόλης.

Όταν ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1939) ζωγραφίζει Το λιμάνι του Βόλου θέλει να δώσει την εικόνα της αρμονικής συνύπαρξης πόλης, ανθρώπου και τοπίου.
Το ίδιο συμβαίνει και στο έργο του Γεώργιου Άβλιχου (1838/42-1905) Ζάκυνθος όπου οικισμός και φύση παρουσιάζονται σαν ένα σώμα.
Ο Άγγελος Γιαλλινάς (1857-1939), στις πρώιμες φάσεις του, ζωγραφίζει εικόνες πόλεων ενώ καθιερώνεται με τις απεικονίσεις της Κέρκυρας. Μελετητής και εξερευνητής του ελληνικού τοπίου, ο Νικόλαος Φερεκείδης (1862-1929) ζωγραφίζει με μουντά χρώματα πόλεις όπως τα Ιωάννινα ή το ισχυρό αστικό κέντρο της εποχής, την Κωνσταντινούπολη. Τη ζωή του μεγάλου λιμανιού αποδίδει και η Θάλεια Φλωρά-Καραβία (1871-1960), με σκούρες αποχρώσεις, σχεδιαστική άνεση και τις πινελιές εκείνες που δίνουν μία δυναμική διάσταση στον εσωτερικό χώρο των περισσότερων έργων της.
Ο λαϊκός αυτοδίδακτος ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1873-1934) ζωγραφίζει από φωτογραφίας την Ιερουσαλήμ, ενώ το ίδιο κάνει για την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, δημιουργώντας μια πολύ προσωπική αστική τοπιογραφία. 
Ο Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957) για την απεικόνιση των παραδοσιακών οικισμών του συνδυάζει τη βυζαντινή παράδοση με τα διδάγματα της μοντέρνας τέχνης και με έντονα ρεαλιστικά περιγραφικά στοιχεία. Στις Κόκκινες Στέγες στη Λέσβο χρησιμοποιεί έντονα χρώματα και τονίζει το γεωμετρικό χαρακτήρα του θέματός του δίνοντας μια αρμονική εικόνα οικισμού και τοπίου.
Ο Πολύκλειτος Ρέγκος (1903-1984) το 1975 ζωγραφίζει με ηθογραφική διάθεση τη Θεσσαλονίκη, ενώ η Αγλαία Παπά (1904-1984) με το παραστατικό έργο της Κόρη στο παράθυρο μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της μοναξιάς και της αποξένωσης στην πόλη.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906-1995) κατά την περίοδο 1960-70 ζωγραφίζει νεοκλασικά σπίτια, οικισμούς και στέγες χρησιμοποιώντας έντονα γεωμετρικά σχήματα σε μία μετακυβιστική ζωγραφική, ενώ ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) αποτυπώνει πληθώρα πόλεων με τον πολύ προσωπικό εικαστικό λόγο του που παραπέμπει στα βυζαντινά ψηφιδωτά.
Ο οικισμός αποτελεί κεντρικό ζωγραφικό θέμα και για το Νίκο Νικολάου (1909-1986) που αποδίδει τις πόλεις του άλλοτε με απλά και άλλοτε με αυστηρά γεωμετρικά σχήματα.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985) μελετώντας στη ζωγραφική την ουσία της «ελληνικότητας» χτίζει μια ολόκληρη σειρά από Ελληνικά Σπίτια τα οποία σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Δ. Πηκιώνη αποτελούν ψυχογραφίες σπιτιών.
Ακόμη και ο Γιάννης Σπυρόπουλος (1912-1990), ο κορυφαίος της ελληνικής αφαίρεσης, εξελίσσει τις ζωγραφικές του έρευνες έχοντας σαν θέματά του οικισμούς όπως φαίνεται στα νεανικά του έργα που απεικονίζουν τη Μυκόνο.
Ο Γιώργος Μαυροϊδης (1913) την περίοδο 1960-70 δουλεύει χώρους-τοπία-οικισμούς με πλατιές πινελιές και έναν ελεύθερο τρόπο όσον αφορά στη χρήση της παλέτας του. Από το πλαίσιο της τέχνης της πόλης δεν μπορεί να λείψει ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995) με τη σειρά των Εργατών του: οικοδόμοι και σοβατζήδες, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, απλοποιημένες ζωγραφικά μορφές απεικονίζονται σε μία πολύ προσωπική εκφραστική γλώσσα δίνοντας έναν έντονο κοινωνικό ρόλο στο έργο του.
Ο Τάσσος (Αλεβίζος) (1914-1985) αποτυπώνει στα χαρακτικά του πόλεις και οικισμούς αναδεικνύοντας τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας του, ενώ από το αστικό τοπίο εμπνέονται και πολλές από τις ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαϊδη (1927). 
Ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916) ζωγραφίζει λιμάνια και νησιώτικους οικισμούς με έμφαση στις σχεδιαστικές αξίες, ενώ ο Γιώργος Σικελιώτης (1917-1984) ζωγραφίζει μια ολόκληρη σειρά- αφιέρωμα στη γειτονιά και τα επαγγέλματα της πόλης ενσωματώνοντας στοιχεία από τη βυζαντινή παράδοση και τη λαϊκή τέχνη-ιδιαίτερα την τέχνη του Καραγκιόζη.
Η θεματολογία της πόλης εμφανίζεται συχνά μεταξύ 65-70 σε έργα του Γιώργου Τούγια (1922-1993) καθώς και σε έργα του Μιχάλη Κατζουράκη της περιόδου 80-90. 
Ο Γιάννης Γαϊτης (1923-1984) κατορθώνει να αποτυπώσει με τα «ανθρωπάκια» του το ανώνυμο πλήθος των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Το πλήθος αυτό των μαζικοποιημένων ανθρώπων δεν περιορίζεται στο τελάρο, αλλά βγαίνει και στους δρόμους ή γίνεται κομμάτι της πόλης (μετρο).
Ο Παναγιώτης Τέτσης (1925) με θέματα όπως η Λαϊκή Αγορά και τα Νεοκλασικά Κτίσματα άλλοτε μας βάζει στο κέντρο της ζωής στην πόλη και άλλοτε μας μεταφέρει μία νοσταλγική διάθεση για την πόλη που χάνεται. Στα έργα του τον πρωτεύοντα ρόλο έχει το χρώμα.
Ο Δημοσθένης Κοκκινίδης (1929) στα έργα του της περιόδου 1960-70 απεικονίζει συνοικίες και φτωχογειτονιές του Πειραιά με μία αφαιρετική διάθεση αλλά και κοινωνικο-πολιτική χροιά.
Οι Τοίχοι του Βλάση Κανιάρη (1928) της περιόδου 1958-60 παραπέμπουν στους τοίχους της πόλης όπως αυτή ήταν κατά την Κατοχή και τον εμφύλιο, ενώ οι σειρές Τοίχοι-Πεζοδρόμια που πραγματοποιεί ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) -αφηρημένες συνθέσεις με ετερόκλιτα υλικά που υποβάλλονται σε αυτοσχέδιες φθορές - αναφέρονται άμεσα στη ζωή στη μεγαλούπολη. Ο Κώστας Τσόκλης (1930), με τη σειρά του, αποδίδει το θέμα της πόλης χρησιμοποιώντας αυτούσια τα κατασκευαστικά υλικά, όπως είναι τα σίδερα και το τσιμέντο. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το έργο του με τίτλο Μπετόν. Το 1982, η Ρένα Παπασπύρου (1938) παρουσιάζει τη σειρά έργων της με τίτλο Δειγματολόγια από το τοπίο της πόλης-Εικόνες στην ύλη, επιλέγοντας υλικά όπως η λαμαρίνα ή τα κομμάτια ασβεστοκονιάματος από τοίχους, υλικά που αποτελούν το περιβάλλον της πόλης και το 1990 τη σειρά με τίτλο Φωτιές στην πόλη που κατασκευάζει από τμήματα τοίχων κατεστραμμένων από τη φωτιά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, η Χρύσα Ρωμανού (1931) εγκαινιάζει την τεχνική του décollage και με τους Χάρτες-Λαβυρίνθους της μεταφέρει στο θεατή τη σύγχυση και τους νέους λαβύρινθους της σύγχρονης ζωής στις πόλεις.
Μεταξύ 1960 και 1968, ο Λουκάς Βενετούλιας (1930-1984) ζωγραφίζει τοπία πόλης, πολυκατοικίες και έχει για κύριο θέμα του την ανοικοδόμηση: γιαπιά και μάντρες με υλικά κατεδάφισης. Το θέμα της πόλης, επανέρχεται στη ζωγραφική του το 1980-84, απεικονίζοντας αυτή τη φορά συγκεκριμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης*. 
Πρωτοπόρος του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Αμερική, η Χρύσα (1933) ενσωματώνει στο έργο της τις αξίες των δυτικών μεγαλουπόλεων και τα σύμβολα-σήματα του αστικού τοπίου με τις φωτεινές διαφημιστικές επιγραφές τους, δίνοντας τα περίφημα Cityscapes.
Ο Δανιήλ Γουναρίδης (1934) αποτυπώνει με το συμβολιστικό ρεαλισμό του ονειρικές πόλεις πότε ασκώντας κριτική και πότε μεταφέροντάς μας ένα μεταφυσικό φόβο που προκαλεί η μεγαλούπολη.
Έναν παρόμοιο φόβο μας μεταφέρει ο Γρηγόριος Σεμιτέκολο (1935) με τη σειρά έργων του Σαν πόλις όπου κτίρια εμφανίζονται μέσα σε μία μεταφυσική ατμόσφαιρα.
Ο Σωτήρης Σόρογκας (1936) αναφέρεται πολλές φορές έμμεσα στην πόλη απεικονίζοντας με λυρική διάθεση υλικά παρμένα από το περιβάλλον της.
Η πόλη δεν λείπει από τη θεματολογία του Αλέξη Ακριθάκη (1939-1994), στα γνωστά τσίκι τσίκι έργα του, άλλοτε απεικονιζόμενη ως έχει, σύμφωνα με τους όρους της πολύ προσωπικής ζωγραφικής του ταυτότητας (Η κόκκινη πόλη) και άλλοτε παίρνοντας τη μορφή προορισμών με σύμβολο τη βαλίτσα. Συχνά εμφανίζεται, επίσης, σε έργα διαφορετικών ζωγραφικών περιόδων του Γιάννη Ψυχοπαίδη (1945).
Ιδιαίτερα σημαντικό για τη θεματογραφία της πόλης είναι το έργο με τίτλο Η πόλη που ζωγραφίζει το 1973 ο Αχιλλέας Δρούγκας (1940), αφού, σε αντίθεση με τα περισσότερα έργα του καλλιτέχνη, κινείται στο χώρο του στρατευμένου κριτικού ρεαλισμού ενώ ταυτόχρονα περιέχει σουρεαλιστικά στοιχεία.
Η Όπυ Ζούνη (1941) με τη σειρά Κατοικίες ερευνά τις σχέσεις γεωμετρικών σχημάτων χρώματος διαμορφώνοντας τη δική της προοπτική. Το ίδιο περίπου συμβαίνει με τις πολύχρωμες κατασκευές του Παύλου Βασιλειάδη (1946) ή αυτές του Λαγού ( ).
Ο Δημήτρης Σακελίων (1947) ασχολείται σε συμβολικό επίπεδο με το θέμα Οίκος. Στο έργο του Εστία, τα υλικά της Αrte Povera σχηματίζουν τον «ασφαλή οίκο του δημιουργού»**. Σε παρόμοιο συμβολικό επίπεδο κινούνται και οι Μιχάλης Μανουσάκης (1953) με τα έργα Οίκος και Γυμνός άνδρας με σπίτι, ο Νίκος Τρανός (1957) με τους Οίκους μνήμης του καθώς και ο Δημήτρης Κόζαρης (1960) με τα Σπίτια που φιλιούνται.
Η Κατερίνα Ζαχαροπούλου (1958) φτιάχνει εγκαταστάσεις που ονομάζει Οίκους καθώς και οίκους από πλεξιγκλάς, τους Οίκους-Νυμφαία.
Στα πλαίσια της θεματογραφίας της πόλης θα μπορούσαν να ενταχθούν και τα έργα-χάρτες του Μάριου Σπηλιώπουλου (1957) σε μία ανάγκη του καλλιτέχνη για ένα μάθημα πατριδογνωσίας, καθώς και το έργο του Γιώργου Χατζημιχάλη (1954) Η ερμηνεία των απέναντι σημείων-Η πόλη, οι άνθρωποι και ο ουρανός το 1889, όπου επιχειρείται μια διαφορετική ανάλυση της ίδιας της έννοιας «πατρίδα»
Με τη σειρά των έργων της περιόδου 1993-1995 με τίτλο Ενύπνιες Πόλεις η Δάφνη Αγγελίδου (1962) αποτυπώνει μία ονειρική διάσταση της πόλης. Μια παρόμοια μεταφυσική και ονειρική διάσταση υπάρχει στις παραμυθένιες πόλεις που χρησιμοποιεί σαν φόντο στα έργα του ο Βαγγέλης Ρήνας (1966). 
Πόλεις που μοιάζουν βγαλμένες από βιβλία κόμικ ή από ταινίες επιστημονικής φαντασίας ζωγραφίζει ο Διαμαντής Αϊδίνης (1954) και, άλλες, το ίδιο εξωπραγματικές- σχεδόν ψυχεδελικές- ο Χρίστος Πετρίδης (1958).
Πόλεις-φανταστικές και πραγματικές- ζωγραφίζει και ο Μανώλης Μπιτσάκης (1974): ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεματογραφία της πόλης αποτελεί το έργο του με τίτλο Πόλεις όπου η Ρόδος, το Παρίσι, η Βασιλεία, το Θησείο, η Μαδρίτη, η Κνωσσός, η Ν. Υόρκη και η Κων/πολη εικονίζονται στο ίδιο πλάνο δίνοντας την εικόνα μιας Ελλάδας ισότιμης με τις υπόλοιπες χώρες.
Σημαντικές αναφορές στο αστικό τοπίο παρουσιάζουν επίσης οι γλυπτές συνθέσεις του Κωστή Γεωργίου (1956) με τον τίτλο Urban, ενώ αποκλειστικά με το αστικό πεδίο ασχολείται με τις εγκαταστάσεις του, μεταξύ του 1990 και του 2000, ο Θεόδουλος (1956).Τσιμεντένιες σφαίρες, βίντεο και οθόνες τηλεόρασης αναφέρονται στα σύγχρονα κτίσματα της τεχνολογίας (Αστικό πεδίο).
Άμεση αναφορά στην πόλη αποτελεί το έργο του Λεωνίδα Μελισσάκη (1966) Αιώνιος Ηνίοχος. «Πρόκειται για έναν ηλεκτρονικό καβαλάρη με τη μορφή του Ηνίοχου που, καθώς φεύγει προς τα εμπρός και προς τα πάνω αφήνοντας πίσω του της πόλης τα σκουπίδια, σκύβει προς το μέρος μας απλώνοντας το χέρι του» (Λ. Μελισσάκης).
Το 2006 πραγματοποιείται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση ομαδική έκθεση με τίτλο «Άπολις» όπου καλλιτέχνες όπως οι Ανδρέας Αγγελιδάκης, Νίκος Αλεξίου, Ελένη Καμμά, Βασιλεία Στυλιανίδου και Δημήτρης Φουτρής επιχειρούν να δώσουν ως ενναλακτική πρόταση απέναντι στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, την απόδραση από τα όρια της πόλης και την ταυτόχρονη απελευθέρωση από τους νόμους της.
Στις μέρες μας, η μοναξιά, η αποξένωση, η ψυχρότητα του αστικού χώρου αποδίδεται σε ψηφιακές χρωμογενείς εκτυπώσεις, όπως είναι αυτές του Πάνου Κοκκινιά.
Μετά το Σεπτέμβρη του 2002, δε, όπου, με την 8η Μπιενάλε της Βενετίας, καθιερώνεται ο όρος παγκοσμιοποίηση και όσον αφορά στην ελληνική αρχιτεκτονική ( με τον καταιγισμό από δείγματα «ασχεδίαστης» αρχιτεκτονικής από την Αθήνα που προβάλλονταν στους τοίχους της ειδικής για την έκθεση εγκατάστασης ), τέχνη και αστικό περιβάλλον παίρνουν διαφορετικές διαστάσεις, δίνοντας αργότερα έργα όπως το Sandbox του Ανδρέα Αγγελιδάκη (1968) (εγκατάσταση μεταβλητών διαστάσεων που αποτελείται από τρισδιάστατες εκτυπώσεις κτιρίων σχεδιασμένες από τον καλλιτέχνη) ή τα πολύ προσωπικής συμβολικής γεωγραφίας κατασκευαστικά δομικά συστήματα της Ελένης Καμμά. Χωρίς να ξεχνάμε την έκθεση «Sururbia» όπου, με τη συγκέντρωση εικαστικών, βιντεοκαλλιτεχνών, κινηματογραφιστών, αρχιτεκτόνων κτλ., διερευνάται ο νέος τρόπος ζωής και πολιτισμός που προκύπτει από την αχαλίνωτη επέκταση της πόλης και πέρα από τον αστικό της πυρήνα.
Το 2004,με την έκθεση Domestic Alien που γίνεται στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, είκοσι νέοι καλλιτέχνες (Δήμητρα Βάμιαλη, Κωστής Βελώνης, Νάγια Γιακουμάκη, Τζίμης Ευθυμίου,, Μάρθα Δημητροπούλου, Δημήτρης Ιωάννου, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Γιώργος Καζάζης, Ελένη Καμμά, Σοφία Καραγιαννάκη, Αντρέας Λυμπεράτος, Ντιάνα Μαγγανιά, Κώστας Μπασάνος, Αλίκη Παλάσκα, Σπύρος Παπαδόπουλος,Τερέζα Παπαμιχάλη, Άρτεμις Ποταμιάνου, Γεωργία Σαγρή, Δημήτρης Φουτρής, Hilde Aagaard ) συναντιούνται σε μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας της κατοικίας ή, ακόμη καλύτερα, της σχέσης ιδιώτη κατοικίας. Δράσεις και βιντεοπροβολές, ζωγραφικά και φωτογραφικά έργα, με έντονες αρχιτεκτονικές αναφορές προβάλλουν σύγχρονες και αντιφατικές αναζητήσεις ταυτότητας μέσα σε ποικίλα οικιακά περιβάλλοντα που παραπέμπουν κυρίως σε αυτά των αστικοποιημένων κέντρων ή των σύγχρονων προαστίων. Στην περίπτωση της Γεωργίας Σαγρή (1979) το οικιακό περιβάλλον είναι κατασκευασμένο και έτοιμο να δεχτεί τη δράση της, ενώ σε αυτή του Γιάννη Θεοδωρόπουλου το περιβάλλον προκατασκευασμένης οικίας προβάλλεται σε φωτογραφικό του έργο. Στο σύνολό της, η έκθεση μεταφέρει στο θεατή μια αίσθηση ανάγκης επιστροφής στην οικεία «ασημαντότητα» του προσωπικού χώρου. Μια αίσθηση, δηλαδή, που δημιουργείται συνήθως στις σύγχρονες πόλεις: σε χώρους τόσο εκτεθειμένους σε επεμβάσεις και παρεμβολές, οι καλλιτέχνες προτείνουν την απομόνωση ως μια υγιέστερη συνθήκη επανασύνδεσης με το δημόσιο χώρο. Την απόδραση από τα όρια της πόλης και την ταυτόχρονη απελευθέρωση από τους νόμους της επιχειρούν να δώσουν ως ενναλακτική πρόταση απέναντι στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αστικών κέντρων καλλιτέχνες όπως οι Ανδρέας Αγγελιδάκης (1968), Νίκος Αλεξίου (1966), Ελένη Καμμά, Βασιλεία Στυλιανίδου και Δημήτρης Φουτρής στην ομαδική έκθεση με τίτλο «Άπολις» που πραγματοποιείται το 2006 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.
Έτσι, στις μέρες μας, βλέπουμε εκθέσεις όπως αυτή του Αλέξανδρου Γεωργίου με τίτλο Χωρίς δικό μου όχημα (όπου η Αθήνα -μια ακόμη πόλη ανάμεσα στις τόσες πόλεις του κόσμου- παρουσιάζεται ουσιαστικά σαν μια κουκίδα στο χάρτη απεριόριστων προορισμών κάποιου ταξιδιώτη) ή έργα όπως το Extranymia του Αλέξανδρου Ψυχούλη (μια συμμετοχική πλατφόρμα παραγωγής τοπονυμίων και θρύλων που θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη) όπου τα συμβατικά σύνορα παύουν να έχουν νόημα. Ενώ η μοναξιά, η αποξένωση και η ψυχρότητα του αστικού χώρου αποδίδονται σε ψηφιακές χρωμογενείς εκτυπώσεις, όπως είναι αυτές του Πάνου Κοκκινιά.

 

Η Τέχνη ως Έκφραση της Ταυτότητας ενός Λαού

Εκφράζομαι σημαίνει φανερώνω τις σκέψεις μου, διατυπώνω τις ιδέες μου, μιλάω για τα αισθήματά μου, αποκαλύπτω τον πνευματικό ή ψυχικό μου κόσμο. 
Ο ζωγράφος εκφράζεται με τα σχήματα, ο μουσικός με τους ήχους. Κάποιες φορές, και αυτό το συναντάμε στη μοντέρνα τέχνη, οι καλλιτέχνες για να εκφραστούν εφευρίσκουν νέα θέματα που τα παίρνουν από το εσωτερικό άλλων κλάδων: μοντέλα μαθηματικά, φιλοσοφικά, μουσικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το έργο του Κλέε – όπου το θέμα καθαυτό εξαφανίζεται και η μουσική και η ζωγραφική παίρνουν για θέμα τους η μία την άλλη-, το έργο του Καντίνσκυ - με τον έντονο ρόλο της μουσικής στις συνθέσεις του- και το έργο του Μοντριάν – η τέχνη του οποίου μετατρέπει τη γεωμετρία σε περιβάλλον ρυθμικό και μουσικό ανοίγοντας διάλογο ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό.
Οι Έλληνες καλλιτέχνες, χωρίς να έχουν μία φυσιολογική εξέλιξη σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους σύγχρονούς τους – δεδομένης της ιδιαιτερότητας της ιστορίας τους- κατορθώνουν, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και κάτω από αντίξοες συνθήκες, να συνδιαλλαγούν μαζί τους σε ισότιμη βάση, εκφράζοντας τη δική τους ταυτότητα. 
Αν πάρουμε για παράδειγμα την απεικόνιση της πόλης και ιδιαίτερα της Αθήνας από τους Έλληνες δημιουργούς, θα καταλάβουμε και τί θέλουν να εκφράσουν με την τέχνη τους.
Με τη νέα ελληνική ζωγραφική, που ξεκινά το 19ο αιώνα μαζί με το νεοελληνικό κράτος, οικισμοί και φύση μοιάζουν να συνυπάρχουν αρμονικά τηρουμένων των εικονογραφικών παραδόσεων και πολύ περισσότερο της ηθογραφίας. Στο Μεσοπόλεμο, με τη Γενιά του Τριάντα, τον πρωτεύοντα ρόλο έχει η αστική καθημερινότητα η οποία συνεχίζει να απεικονίζεται από το 50 και μετά με τις αλλαγές του αθηναϊκού οικιστικού χώρου και με νέα κατασκευαστικά υλικά. Από το 80 και μετά, αυτή η «παλιά» έννοια της πόλης μοιάζει να εμφανίζεται – σε καμβάδες που προορίζονται κυρίως για τοίχους αστικών κατοικιών – μόνο και μόνο για να «εξαφανιστεί». Και αυτό επειδή μια τελείως διαφορετική έννοια επιβάλλεται στον ελληνικό κόσμο: αυτή της παγκοσμιοποίησης.
Σήμερα, οι Έλληνες γίνονται σε μεγαλύτερο βαθμό κοσμοπολίτες και βγαίνουν από τη στενή έννοια της Ελλάδας που βγαίνει από τον πόλεμο ή τη δικτατορία. Το ζήτημα της κατοικίας παύει να έχει τη σημασία που είχε, ενώ οι νέες τεχνολογίες - και ιδιαίτερα το διαδίκτυο – αλλάζουν τα όρια των πόλεων και την έννοια του χώρου και του χρόνου. Όσο για την πόλη των Αθηνών, μετατρέπεται σε σύμβολο αυτής της πόλης του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, επιτρέποντας στους Έλληνες να έχουν μία ταυτότητα και να αισθάνονται ότι ανήκουν σε έναν ίδιο λαό. Ταυτόχρονα, βλέπει το μέλλον απαλλαγμένη τόσο από τις ψευδαισθήσεις των 60ς όσο και από τη «μιζέρια» του 70 και του 80. Ενάμισυ χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όλες οι πιθανότητες γι’αυτήν είναι ανοιχτές: για το καλύτερο ή το χειρότερο. Τα έργα των καλλιτεχνών της, βασισμένα στη φωτογραφία, το βίντεο ή τους υπολογιστές, προορίζονται πλέον για μουσεία ή για το διαδίκτυο. Η πρωτεύουσα αποβάλλει τον αυτισμό και την ενδοσκόπηση, που συνδέεται με την ιδιαιτερότητα της μεταπολεμικής της εξέλιξης – μιας εξέλιξης σχεδόν αδιανόητης για δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα – και συνδιαλέγεται ως ισότιμο μητροπολιτικό κέντρο με τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Για τους σύγχρονους εικαστικούς καλλιτέχνες πρόκειται πλέον για μία πολυπολιτισμική μητρόπολη. Από αυτήν δεν μπορεί φυσικά να λείψει το γκράφιτι, αυτή η ενναλακτική μορφή τέχνης που έχει συμβάλλει στην αναμόρφωση και τον επαναπροσδιορισμό του αστικού περιβάλλοντος. Με αυθαίρετες παρεμβάσεις στο περιβάλλον της πόλης, οι γραφιτάδες (crews) άλλοτε ασκούν κριτική και άλλοτε απλά ζωγραφίζουν. Όσο για τη φωτογραφία, οι Νέοι Έλληνες Φωτογράφοι, που αποτελούν από το 1987 ένα σημαντικό εκθεσιακό θεσμό, παρουσιάζουν διαφορετικές όψεις της Αθήνας, άλλες φορές καλλιεργώντας μια έλξη για την πρωτεύουσα και άλλες φορές – με απεικονίσεις αεροδρομίων, εμπορικών κέντρων και άλλων κομματιών της νέας πόλης που χτίζεται- δείχνοντας την ως μια ακόμη αποξενωμένη-τεχνοκρατική πόλη μέσα σε τόσες άλλες, ως ένα χώρο γεμάτο σύγχρονα μνημεία που συνωμοτούν εναντίον της φύσης και όπου οι άνθρωποι αδυνατούν να προσδιορίσουν τη θέση τους.
Το παράδειγμα της απεικόνισης της πόλης στην τέχνη, μας δίνει να καταλάβουμε πόσο σημαντικά είναι τα ιστορικά γεγονότα όσον αφορά στην έκφραση των καλλιτεχνών που, ουσιαστικά ανάλογα με την κάθε εποχή και τα μέσα που τους παρέχει, έχουν και κάποια διαφορετική σκέψη να διατυπώσουν, κάποια διαφορετική ιδέα να μεταφέρουν, κάποιο διαφορετικό συναίσθημα να εκμυστηρευτούν. Και μας εξηγεί πως η τέχνη μπορεί να αποτελέσει την έκφραση ταυτότητας ενός ολόκληρου λαού.

Ήρα Παπαποστόλου
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης