Μια γνωριμία με το Δήμο Σκουλάκη

2014-03-25 17:50

Ο Δήμος Σκουλάκης τυχαίνει να είναι θείος μου. Ήταν ο πρώτος που με μύησε στη μαγεία της ζωγραφικής. Τι βλέπεις ; με ρώτησε μπροστά από έναν πίνακα της Εθνικής Πινακοθήκης. Μη φοβάσαι. Πες μου τι βλέπεις. Θάλασσα, του απάντησα. Κι από τότε έμαθα να εμπιστεύομαι τα δικά μου μάτια. Στην εφηβεία περνούσα ατέλειωτες ώρες στο ατελιέ του. Μιλούσαμε για ιστορία, πολιτική και ιστορία της τέχνης όσο εκείνος ζωγράφιζε ακούγοντας Κάλας, ρεμπέτικα ή Μπαχ. Ήταν και είναι πραγματική κινητή βιβλιοθήκη. Μου διάβαζε ποίηση και κομμάτια από τα ημερολόγιά του. Γνώρισα την ιστορία της Ελλάδας μέσα από τις εμπειρίες του απ'όταν ήταν στο ΕΚΚΕ ή στο εξωτερικό. Μου μιλούσε για ζωγράφους σωστούς μύθους όπως μιλάμε για πράγματα της καθημερινότητας. Παρακολουθούσα όλη την πορεία της ζωγραφικής του. Από τα πρώτα πορτρέτα, ύστερα το αφιέρωμα στον Τσαρούχη και τα έργα του μετρό μέχρι το Μύθο και τον τζόγο των Μορφών. Ώσπου αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για τη δουλειά του -όταν πια είχα πάρει το πτυχίο μου στην Ιστορία της Τέχνης - το οποίο κυκλοφόρησε το 2008 με τίτλο “Εικόνες του Αιώνα :Σκουλάκης – Σύμβολα Παγκόσμιας Αποδοχής” από τις εκδόσεις Αδάμ. Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα κείμενο γνωριμίας με το Δήμο Σκουλάκη και τη ζωγραφική του που βασίζεται σε αποσπάσματα από το βιβλίο αυτό.

 

Γεννημένος το 1939, ο Δήμος Σκουλάκης υπήρξε μάρτυρας της δεκαετίας του 80, μιας περιόδου όπου στην Ελλάδα ήκμαζε -ανάμεσα στους τομείς της τέχνης και του χρήματος – ο “νεοπλουτισμός” της ζωγραφικής εικόνας : ο μοντερνισμός.

Νωρίτερα, στη δεκαετία του 60, ζωγραφίζει πρώτος στην Ελλάδα ( μέσα στο κλίμα του φωτορεαλισμού και της ποπ αρτ ) σκηνές διαδηλώσεων. Ζώντας στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη, γεμάτος εμπειρίες από μουσεία και εκθέσεις, σκέφτεται με νοσταλγία την Αθήνα. Μένοντας παράλληλα ενεργός στους τομείς της δημοσιογραφίας και της πολιτικής – ως στέλεχος του κομμουνιστικού κόμματος – παρακολουθεί όλες τις αλλαγές που υπέστη η χώρα του, ως τις μέρες μας.

Μετά από δεκαετία περιπέτειες, ο Σκουλάκης επιστρέφει αποκλειστικά στο πινέλο. Τα πρώτα του έργα είναι πορτρέτα φίλων ή δημοσίων προσώπων: μια δουλειά που συνδυάζει φωτογραφικά στοιχεία και μεταφυσικές αναζητήσεις και που, αργότερα, γεννά ένα πλήρες αφιέρωμα στον έλληνα ρεαλιστή ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη.

Η αμέσως επόμενη σειρά έργων του φέρει το όνομα Διαδρομή στον Υπόγειο, έχει για θέμα της τον παλιό ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και θέτει το αιώνιο ερώτημα της ζωής και της τέχνης : τη μάχη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Στην τελευταία του δουλειά με τίτλο Ο Τζόγος και ο Μύθος των Μορφών, τέχνη, εμπόριο και πολιτική συναντιούνται. Αριστουργήματα του παρελθόντος, σύμβολα παγκόσμιας αποδοχής, εμφανίζονται σε μια μεταμοντέρνα ζωγραφική άποψη, προτείνοντας την Ελλάδα ως τόπο θεώρησης και αναθεώρησης της τέχνης.

 

Που ανήκει όσον αφορά στην ιστορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής ζωγραφικής;

 

Ένα ταξίδι στο χρόνο, από τα έργα στη Σχολή Καλών Τεχνών έως την πιο ώριμη δουλειά του, μας αποκαλύπτει την ταυτότητα ενός καλλιτέχνη με σταθερή πορεία και εξέλιξη.

Η έννοια της σειράς που προτιμά να χρησιμοποιεί, δίνει μια συνοχή και μια λογική στη δουλειά του. Τα έργα δένονται το ένα με το άλλο από την αρχή της πορείας του ως σήμερα, γεγονός που μεταφράζεται σε ζωγραφική ποιότητα. Κοινά σημεία που συνθέτουν τη ζωγραφική του ταυτότητα: ο ρεαλισμός, η μεταφυσική ατμόσφαιρα, η χρήση συμβόλων, η ανθρώπινη φιγούρα, ο σταματημένος χρόνος, η έννοια της μνήμης, το πορτρέτο, η αυτοπροσωπογραφία, η κοινωνικοπολιτική κριτική ματιά, η αναζήτηση ταυτότητας.

Η τελευταία του δουλειά συγκεντρώνει όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργώντας μια ολόκληρη προσωπική τυπολογία της επανεγγραφής, γεμάτη σύμβολα παγκόσμιας αποδοχής, μέσα σε μια προσπάθεια να μπει τάξη εκεί όπου μοιάζει αδύνατο να μπει. Οι πηγές του, από τον πλούτο των έργων των μεγάλων μουσείων, οδηγούν το θεατή να δει τα διαφορετικά είδη ρεαλισμών τουπαρελθόντος, τις πρωτοποριακές χειρονομίες του αιώνα και πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς. Οι ίδιες πηγές, τοποθετούν το ζωγράφο πολύ κοντά στους Ισπανούς καλλιτέχνες της Equipo Cronica της δεκαετίας του 70 καθώς και στο ιταλικό κίνημα Pittura Colta της δεκαετίας του 80.

Σε μια εποχή όπου όλα γίνονται ίδια κάτω από το σύστημα του εμπορίου, ο Σκουλάκης ασκεί μια μεταμοντέρνα κριτική στο παγκόσμιο σύστημα προώθησης έργων τέχνης και παράλληλα εκφράζει την ανησυχία του σχετικά με την ταυτότητα της σύγχρονης τέχνης σε κρίση. Το έργο του, άλλοτε αφελές, άλλοτε γελοιογραφικό, αλλά πάντοτε πολιτικό, θα μπορούσε να αντανακλά την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Ο καλλιτέχνης θέλει να ξαναδώσει σε κάθε στοιχείο το νόημα που αυτός θεωρεί πρωταρχικό. Υποστηρικτής των ιδεών του Ζαν Κλαιρ, θέλει να χτυπήσει το μοντερνισμό για να σβήσει το λανθάνοντα μύθο και να του δώσει την πραγματική του θέση στην ιστορία της τέχνης, χωρίς να αρνείται την εξέλιξη στην οποία και ο ίδιος συνέβαλλε. Θέλει να συνδέσει το παρελθόν και το μέλλον και να τα βάλει σε μια ισορροπία. Το διάστημα ανάμεσα στα δύο δεν θα μπορούσε να αποδοθεί παρά με τη μορφή ενός τεράστιου κολλάζ, ενός τζόγου με τους μύθους και τις μορφές, που – όσον αφορά στη σύγχρονη ιστορία της ευρωπαϊκής ζωγραφικής – κατατάσσει το Σκουλάκη περισσότερο στην ομάδα της Αφηγηματικής Παραστατικότητας των μέσων της δεκαετίας του 60.

 

27η Ιουλίου 1980: Ένα έργο σταθμός

 

Στον συγκεκριμένο πίνακα ο Δήμος Σκουλάκης εμφανίζεται καμουφλαρισμένος: για την υλοποίηση του έργου φωτογράφισε τον ίδιο του τον εαυτό έτσι ώστε το σώμα του Βαν Γκογκ να είναι αυτό του ίδιου ενώ υποδύεται τη χειρονομία της αυτοκτονίας. Εκτός από το γεγονός ότι αυτές οι φωτογραφίες βγήκαν για την τεχνική υλοποίηση της σύνθεσης, μπορούμε να πούμε ότι καλύπτουν την ανάγκη του να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα από το πορτρέτο του Βαν Γκογκ ως μύθο του μοντέρνου καλλιτέχνη. Ο Σκουλάκης, βάζοντας έναν σαμουράι, ζωγραφισμένο με την παραδοσιακή τεχνοτροπία της ιαπωνικής ξυλογραφίας, να απαθανατίζει – ως τυπικός Γιαπωνέζος τουρίστας – τον πρωταγωνιστή της σκηνής κατά την υπέρτατη στιγμή δημιουργίας του μύθου του, σχολιάζει την υπερβολική διάδοση των φωτογραφικών αναπαραγωγών των έργων του Βαν Γκογκ. Είναι άραγε αυτή η εξέλιξη ένας δεύτερος πυροβολισμός στον Βαν Γκογκ, όπως υπαινίσσεται η στόχευση της φωτογραφικής μηχανής;

 

Σημειώσεις του καλλιτέχνη

 

Στην τέχνη του 20ου αιωνα δεν κάνουμε τίποτα πέρα από το να κυνηγάμε το χαμένο παράδεισο. Τον ψάχνουμε είτε με βλέμματα που στρέφονται συνεχώς στο παρελθόν είτε με αναφορές μελλοντολογικού χαρακτήρα στηριγμένες όμως σε παραδείγματα αντλημένα από το παρελθόν. Αυτό που επικρατεί είναι μια υποσεινήδητη νοσταλγία συνδεδεμένη με την απώλεια ιστορικής μνήμης, αλλά και της γνώσης.

Στο μεταξύ, ό,τι συμβαίνει στο παρόν είναι μια τεράστια παγκόσμια τραγωδία, που αφήνει αδιάφορους τους μοντερνιστές. Από εκεί ξεκινούν όλες οι αντιφάσεις και η σύγχρονη τρέλα. Ο καλλιτέχνης της “Πρωτοπορίας”, ο μοντερνιστής, σύγχρονος και που υποτίθεται προηγείται της εποχής του, έχει στραμμένο το κεφάλι συνεχώς πίσω! Για ποια “Πρωτοπορία”λοιπόν μιλάμε όταν όλες οι αναφορές είναι στο παρελθόν;

Ο Μοντερνισμός, από το ξεκίνημά του, για να δείξει την αντίθεσή του με το παρελθόν άρχισε να απλοποιεί την τεχνική της ζωγραφικής και σιγά-σιγά να την καταργεί χρησιμοποιώντας άλλα υλικά πέρα από αυτά που θεωρούνται παραδοσιακά. Καταλήξαμε στο μινιμαλισμό και στην εννοιολογική τέχνη, όπου υποτίθεται ότι η σκέψη αναδύεται μέσα από το έργο χωρίς ορατό σχήμα ή όπου το σχήμα παρουσιάζεται χωρίς σκέψη! Τελικό αποτέλεσμα στην αντίφαση: ο καλλιτέχνης δεν αρνείται αυτή του την ιδιότητα ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει να καταργήσει την τέχνη! Μοιάζει ( κατά τον Ζαν Κλαιρ) ολοένα με εκείνους τους έκπτωτους αριστοκράτες που τίποτα πια δεν νομιμοποιεί την... ευγενική καταγωγή τους και που ζουν εκμεταλλευόμενοι τους τίτλους τους και όχι δοξάζοντάς τους!

Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες, ασκώντας την τέχνη της ζωγραφικής, είναι σαν να υπογράφουν ακάλυπτες επιταγές, γι'αυτό και ζουν κάτω από το διαρκή φόβο της αποκάλυψης της απάτης και των συνεπειών που συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Εκεί είναι που πρέπει να ψάξουμε την αιτία της διαρκούς ανασφάλειας που τους διακρίνει και που τους οδηγεί σε ενέργειες ακατανόητες ή ακόμη και βλαβερές για τους ίδιους.

“Καταργώντας” την τέχνη, οι σύγχρονοι καλλιτέχνες το μόνο που πραγματικά κατάφεραν είναι η άρνηση κάθε κοινωνικής αξίας, βγάζοντας έτσι την τέχνη έξω από τον κοινωνικό της ρόλο. Συνεχίζουν παρόλ'αυτά να διαμαρτύρονται για την αδιαφορία του κοινού. Στηριζόμενοι στο γεγονός ότι η τέχνη προέρχεται από τον κόσμο της διαφορετικότητας και στο ότι κάθε άτομο είναι μοναδικό -αλήθεια αναμφισβήτητη-, έρχονται σε σύγκρουση με τις βασικές αξίες της τέχνης ενώ την ίδια στιγμή τις υπερασπίζονται!

Καθώς βρισκόμαστε σήμερα στην αρχή του νέου αιώνα, ένας ψύχραιμος παρατηρητής μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την τελευταία μάχη των μοντερνιστών, στην προσπάθειά τους να διασωθούν και να δικαιωθούν. Σ'αυτή τη μάχη δε διστάζουν να χρησιμοποιούν τα πιο αθέμιτα μέσα, παρά το γεγονός ότι ξέρουν πως είναι πια χαμένη.

Ο μεγάλος αντίπαλος, που τόσο μισούν και φοβούνται δεν είναι άλλος από την παραστατικότητα της οποίας κύρια έκφραση είναι ο ρεαλισμός.

Ο ρεαλισμός -σε όλες του τις εκφάνσεις- λαθροβιούσε για περισσότερο από εβδομήντα χρόνια. Οι μοντερνιστές τον ταύτισαν άλλοτε με τον ακαδημαϊσμό ή την τέχνη του κορνιζάδικου και άλλοτε με τη λεγόμενη στρατευμένη τέχνη της Αριστεράς (σοσιαλιστικός ρεαλισμός) ή την τέχνη του φασισμού. Φυσικά ξέχασαν το Φουτουρισμό, μια ακόμη μορφή του μοντερνισμού, που υπήρξε εκπρόσωπος της ιδεολογίας του Φασισμού του Μουσολίνι. Για να μη μιλήσουμε για τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό υποστηρικτής του οποίου, οπως μαθαίνουμε σήμερα, υπήρξε η C.I.A., στον πόλεμο προπαγάνδας ενάντια στη Σοβιετική Ένωση.

Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, ο ρεαλισμός κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, διατηρώντας τις βασικές αρχές της τέχνης, αλλά και να αντεπιτεθεί! Μέσα στον ωκεανό του μοντερνισμού νησίδες σαν τον Χοπερ στις Η.Π.Α., τον Ριβέρα στο Μεξικό, τον Μπαλτυς στη Γαλλία και τον Φρόυντ στην Αγγλία, κράτησαν ζωντανό το ρεαλισμό, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν εμφανίστηκαν μαζικά πια στην Αμερική και την Ευρώπη τα διάφορα κινήματα: η Ποπ Αρτ, ο Νεορεαλισμός, ο Φωτογραφικός Ρεαλισμός κτλ., που, ενώ αρχικά ξεκίνησαν σαν εκφράσεις του μοντερνισμού, είχαν ταυτόχρονα μέσα τους τα σπέρματα του ρεαλισμού. Και τον βοήθησαν, άθελά τους, να ξαναγεννηθεί!