Η Βουρκαριανή που θυμάμαι / 1996-1999 / Vourkariani Gallery - Memories 1996-1999
Όλες οι γκαλερί έχουν ένα όνομα. Συνήθως αυτό του ιδιοκτήτη. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει και για τη Βουρκαριανή. Κι αυτό γιατί ο Νίκος Δαλαρέτος δεν θέλησε ποτέ να φανεί το δικό του όνομα, αλλά η τέχνη και η ιστορία ενός ολόκληρου νησιού.
Όταν αποφάσισε να γυρίσει στο νησί απ’ όπου κατάγεται, τη Τζιά, το 1970, δεν ήξερε καθόλου τι θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να κάνει. Μέχρι που το 1972 έκανε την πρώτη του κίνηση: άνοιξε έναν μικρό χώρο με την ονομασία MIRKA HELLENIC HANDICRAFTS ( από το όνομα της Μίρκας που θα το κρατούσε). Εκεί παρουσιάζονταν ένα σωρό χειροποίητα αντικείμενα: τα πρώτα καραγκιοζάκια, χαλιά, πλεκτά, χάντρες, βραχιόλια και πολλά άλλα. Ο χώρος αυτός κράτησε δυο χρόνια. Αμέσως μετά μετονομάστηκε σε Βουρκαριανή D ώσπου το 1975 πήρε την οριστική του ονομασία: Βουρκαριανή.
Και ποιος δεν πέρασε από τη Βουρκαριανή: ο Μίνως Αργυράκης, ο Βασίλης Σπεράντζας, ο Νίκος Στεφάνου, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Αλέκος Φασιανός…
Δούλευαν για τις ατομικές τους εκθέσεις στο εργαστήριό τους αλλά και στην αυλή της Βουρκαριανής. Βγήκαν τα πρώτα από κοινού έργα όπως οι Τέσσερις Εποχές καθώς και εξαιρετικές μεταξοτυπίες και χειροποίητες αφίσες. Βγήκαν επίσης βιβλία με θέμα τη ζωγραφική σε σχέση με το νησί. Και όλα αυτά μέσα από ένα παιχνίδι μεταξύ των καλλιτεχνών – έπαιζαν ακόμη και ξιφομαχίες – και με ατέλειωτη αγάπη για μια τέχνη που έγραψε ιστορία.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η Βουρκαριανή που θυμάμαι
Το πρώτο πράγμα που μου είπαν όταν έφτασα στη Βουρκαριανή να δουλέψω και ρώτησα την υπάλληλο τι πρέπει να κάνω η απάντηση ήταν “ε, κανένα σκουπισματάκι”. Σάστησα. Ολόκληρη γκαλερί, τρεις χώροι με θησαυρούς, και το μόνο που θα έκανα ήταν ένα απλό σκουπισματάκι; Ύστερα μίλησα με το Νίκο το Δαλαρέτο. Μόλις του το είπα έβαλε τα γέλια. “Έτσι σου είπε;”, με ρώτησε. Και αμέσως άρχισε να μου δείχνει τι περιλάμβανε η γκαλερί.
Εκτός από τα έργα που αναγνώριζα, των Φασιανού, Στεφάνου και Σπεράντζα, υπήρχαν υπέροχα βιβλία των εκδόσεων της γκαλερί αλλά και μεταξοτυπίες του Τσαρούχη, μια εκ των οποίων αγόρασα με τον πρώτο μου μισθό μαζί με σχέδια του Μανώλη Χάρου σε ποίηση Καβάφη.
Η γκαλερί είχε τρεις χώρους. Η πρώτη αίθουσα είχε την κυρίως έκθεση, η δεύτερη βιβλία, έργα και μεταξοτυπίες βαλμένα όλα σαν σε μωσαϊκό - δεν ανέπνεαν έτσι το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργώντας μια πανέμορφη ζεστή ατμόσφαιρα – και η τρίτη ήταν γεμάτη από αντίκες.
Ο Νίκος μου έδειξε τα βασικά κι ύστερα η Σωτηρία, το δεξί του χέρι, ανάλαβε να μου δείξει τις λεπτομέρειες. Ακόμα θυμάμαι το καψόνι που μου έκανε όταν με έβαλε μπροστά από την ταμιακή μηχανή και μου έκλεψε ένα 20ευρω ή μήπως ήταν χιλιάρικο λέγοντάς μου να προσέχω να μου δίνουν οι πελάτες τα χρήματα. Θυμάμαι έντονα επίσης την αυλή με το παρτέρι με τις ντοματιές όπου κάθε πρωί καταβρεχόμουν με το λάστιχο μέχρι να γυαλίσει το πάτωμα.
Η πρώτη μου κατοικία ήταν ένα δωμάτιο σε κάποιο υπόγειο δίπλα στην αποθήκη, γεμάτο με έργα της Ναβροζίδου. Μυστήρια ερωτική ατμόσφαιρα με έντονα χρώματα και πολλά υπονοούμενα. Έτσι ήταν και η σχέση μου με τον Νίκο ο οποίος πίστευε πως όλα έχουν μια τιμή και πως όλα εξαρτώνται από τις συγκυρίες.
Ο Νίκος ήταν ένας έμπειρος πενηντάρης που αγαπούσε πολύ τη γκαλερί, τον εαυτό του και πολύ αργότερα κι εμένα. Με μια πρόχειρη μπλούζα, ένα τζιν και κάτι φριχτές λαστιχένιες παντόφλες, κατέβαινε στη γκαλερί στις 9 το πρωί, την ώρα που ξεκινούσαν τα τηλέφωνα, και είχε όρεξη να μιλήσει για το τι έγινε την προηγούμενη μέρα βάζοντας πρόγραμμα και γι΄ αυτήν που θα ακολουθούσε. Όσο σκούπιζα, έπλενα και πέταγα σκουπίδια και τα απομεινάρια της προηγούμενης μέρας, εκείνος έπινε αργά τον πρωινό καφέ του. Ύστερα άρχιζε η κουβέντα και ερχόντουσαν οι πρώτοι πελάτες, αλλά και λογής λογής καλλιτέχνες.
Όταν δούλευα στη Βουρκαριανή, ήταν καλλιτεχνικό στέκι. Θυμάμαι κάτι βραδιές με κιθάρες και τζουρά, κάμποσους μεθυσμένους από το διπλανό μπαρ, παρέλαση από ζωγράφους και γλύπτες, το γάμο του Φασιανού με τη Μαρίζα με κουμπάρους το Νίκο και το Χάρη τον Καμπουρίδη.
Μερικές από τις εκθέσεις που έγιναν όταν ήμουν εγώ εκεί ήταν της Χριστίνας της Μόραλη, του Γιάννη του Παρμακέλη του οποίου μάλιστα πέταξαν έργο στη θάλασσα, του Μπατιστάτου, θυμάμαι την έκθεση Δρυάδες και Αμαδρυάδες αλλά και πολλές ακόμα. Θυμάμαι τον Μουστάκα με το σοβαρό του ύφος να πίνει τον καφέ του, αλλά και τα φουρφούρια του Φασιανού τα οποία βάφαμε κατά τις υποδείξεις του για να τα υπογράψει.
Η Βουρκαριανή έγινε αμέσως για μένα το δεύτερο σπίτι μου και η Σωτηρία και ο Νίκος η οικογένειά μου. Όσο το νιωθε αυτό ο Νίκος τόσο ανέβαινα επίπεδα και δωμάτια. Έφυγα από το μπουντρούμι δίπλα από την αποθήκη, έμεινα στο σπίτι του σε δική μου κρεβατοκάμαρα και αργότερα στο καινούριο μεγάλο σπίτι. Παντού έργα. Παντού ζεστασιά και γέλια. Και η δουλειά, δουλειά. Άνοιγα τη γκαλερί κάθε πρωί, την έκλεινα κάθε μεσημέρι, την ξανάνοιγα το απόγευμα κ.ο.κ. Έμαθα ό, τι υπήρχε εκεί μέσα και αποφάσισα να αρχίσω και να πουλάω. Μιλούσα με τους πελάτες με τα λόγια αυτά που οι άνθρωποι θέλουν να ακούν για να πειστούν και όσο γνώριζα το αντικείμενό μου τόσες περισσότερες πωλήσεις γινόντουσαν.
Εντωμεταξύ ο Νίκος με ανακάλυπτε μέρα με τη μέρα και μου έγραφε χιουμοριστικά στιχάκια όπως αυτό εδώ:
«Την Ήρα τηνε βάλαμε μια μέρα να σκουπίσει
κι ακροβλεπί την ένιωθα έτοιμη να δακρύσει
Τι έχεις Ήρα μου καλή; Τι έχεις βρε Ηράκι;
Άσε τη σκούπα καταγής και μίλα μου λιγάκι
Τι να χω μ΄ αποκρίθηκε τα χω όλα χαμένα
Δεν έχω ούτε λογικά ούτε πίστη σ΄ εμένα
Ούτε αυτοπεποίθηση ούτε έρωτα μεγάλο
Ούτε καμιά προοπτική δεν ξέρω τι να κάνω
Βρε Ήρα, βρε παιδάκι μου, μην ψάχνεις ευτυχία
στη μοναξιά του αλλουνού και μες στη δυστυχία
κάνε ταξίδια κοντινά στη Σκύρο και στην Πάρο
και πάρε μιαν απόφαση να κόψεις το τσιγάρο
Βάζε και στόχους κοντινούς που εύκολα θα πετύχεις
και χαμογέλα ειλικρινά και θα ξεδυστυχήσεις
Πλησίαζε τους φίλους σου πλησίαζε κι εσένα
Γιατί στο λέω ειλικρινά αυτή είναι η αρένα
Τον ταύρο πιάστον αν μπορείς με δύναμη απ΄ τα κέρατα
Μην τονε ψάχνεις πουθενά γιατί θα αποτύχεις
Αυτός ευρίσκεται βαθιά στου μέσα σου τα πέρατα
Πιάστον και βούτα τον γερά και θα κατανοήσεις
Πως είναι μία συνταγή για πάντα να ευτυχήσεις»
Φτιάξαμε μια οικογένεια ο Νίκος, η Σωτηρία κι εγώ. Μια δεμένη ομάδα με στόχο της την καλή λειτουργία της γκαλερί αλλά και την καλοπέρασή μας. Δεν θα ξεχάσω τα φαγοπότια που στήναμε είτε στο σπίτι είτε στο κτήμα, κάτω από το δεντρόσπιτο. Καλλιτέχνες και φίλοι μαζευόμασταν και απολαμβάναμε τη ζωή πάντα μ΄ έναν καλό λόγο, με καυγάδες και ένα καλό κρασί. Και οι ιδέες για τις επόμενες εκθέσεις γεννιόντουσαν αβίαστα, με κέφι και με καλή συνεννόηση με τους καλλιτέχνες.
Μεγαλοκοτεράδες και σκίπερ παρέλαυναν από τη γκαλερί, τα έργα πουλιόντουσαν και τα γλέντια συνεχίζονταν. Το πιο ωραίο ήταν οι βόλτες με τα κότερα και οι βουτιές μας σε ερημικές παραλίες όπου μαζεύαμε και τρώγαμε αχινούς.
Όπου και να κοιτούσες, στη γκαλερί,, στα σπίτια, υπήρχαν έργα: Ψυχοπαίδης, Τσαρούχης, Φασιανός, Σπεράντζας, Μανωλίδης. Τα έργα άλλαζαν θέσεις, καινούριοι άνθρωποι έρχονταν και τα θαύμαζαν και πολλά από αυτά δεν ήταν για πώληση. Δεν είναι όλα για πώληση εξάλλου κι ας έχουν μια τιμή. Ακόμα και σήμερα τα θαυμάζω στο σπίτι του Νίκου και θυμάμαι ακριβώς τις θέσεις τους στο παλιό το σπίτι και στη γκαλερί.
Θυμάμαι κι άλλα πολλά ακόμα. Μια μέρα του Ιούλη που ξέσπασε βροχή. Οι άνθρωποι είχαν πανικοβληθεί και μαζεύανε τραπέζια και καρέκλες. Εμείς καθόμασταν στο υπόστεγο της γκαλερί και πίναμε κοκα κόλες. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Μιλούσε, γελούσε και ανανεωνόταν. Ήρθε και η Λυδία η Βενιέρη. Κι αυτή μαζί με τη βροχή. Μαζί με το καράβι. Κι έλεγε ιστορίες. Ο Νίκος μιλούσε σε φίλους και πελάτες και η Δανάη μαγείρευε φιογκάκια. Μόνο η Μαρία δεν έκανε τίποτα. Είχε βγάλει απλά τα παπούτσια της που είχαν γίνει μούσκεμα. Η Σωτηρία μιλούσε στο Φραγκίσκο. Και η μουσική ήταν Χατζηδάκης και Δήμητρα Γαλάνη. Ήρθε ρακί και ήπιαμε. Και με ρώτησε η Μαρία τι γράφω και της είπα αυτό που συμβαίνει για να μην χαθεί κι αυτό από τη μνήμη μου όπως τόσα άλλα. Το βράδυ πήγαμε στο Τα Παιδία Παίζει, στο Σκλαβονικόλα και τραγούδησα στη σκηνή το Μου ΄φαγες όλα τα δαχτυλίδια. Μείναμε ως το πρωί κι ανοίξαμε τη γκαλερί χωρίς να έχουμε κοιμηθεί καθόλου. Νιώθαμε κουρασμένοι αλλά ήταν μια κούραση γλυκιά. Είχαμε μάθει να συνδυάζουμε δουλειά και διασκέδαση.
Ο Νίκος μ΄ έκανε να αγαπήσω το Λαύριο πριν γίνει το μεγάλο λιμάνι και τη Βουρκαριανή πριν γίνει Εμμανουέλα. Στη γκαλερί έμεινα από το 1996 έως το 1999. Καλοκαίρια και χειμώνες. Στο βιογραφικό μου μπαίνει σαν μια ακόμη επαγγελματική εμπειρία αλλά ήταν 3 χρόνια έντονης ζωής που με έμαθαν πως θέλω να ζω. Να κάνω κάτι που αγαπώ, να πληρώνομαι απ΄ αυτό και ταυτόχρονα να χαίρομαι τη ζωή μου επικοινωνώντας με όλων των ειδών τους ανθρώπους. Οι συγκυρίες με έκαναν να φύγω από κει και να δω πολλά χρόνια αργότερα να γεννιέται στο Βουρκάρι η art s.a. της Σωτηρίας. Χάρηκα που στο νησί θα συνεχίσει να υπάρχει ένα καλλιτεχνικό στέκι. Νέοι καλλιτέχνες, νέες δουλειές, με μια γυναίκα που έμαθε πολλά από το Νίκο το Δαλαρέτο όπως κι εγώ. Αλλά οι θύμησες της Βουρκαριανής θα τη ζωντανεύουν πάντα με κείμενα όπως αυτό.
Ήρα Παπαποστόλου
Κριτικός και Ιστορικός Τέχνης
21-22/7/2013
Βουρκαριανή ΄96-΄99 – «Ημερολόγια»
Το ωραίο με τη Βουρκαριανή ήταν ότι δεν χρειαζόταν να μεταφερθείς εσύ για να δεις ανθρώπους και πράγματα. Όλοι και όλα έρχονταν σ΄ εσένα. Δεν χρειαζόταν να πας στην Άνδρο για να γνωρίσεις τον Γουλανδρή. Άραζε το κότερό του στο Βουρκάρι κι ερχόταν να πιει το ποτό του στη γκαλερί. Το ίδιο γινόταν με ζωγράφους, γλύπτες, ποιητές, μουσικούς, συγγραφείς, ηθοποιούς, συλλέκτες, επιχειρηματίες… Η Βουρκαριανή ήταν τόπος συνάντησης όλων των μποέμ αλλά και ανθρώπων όλων των κοινωνικών τάξεων.
Les hommes qui passent ( οι άνθρωποι που περνούν). Είναι το τραγούδι που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει όλες τις κοπέλες που περάσαμε από τη γκαλερί. Γιατί, πραγματικά, εσύ στεκόσουν στο πόστο σου, και άνθρωποι – γνωστοί και άγνωστοι – ακουμπούσαν πάνω σου για να πουν τα προβλήματά τους, να μοιραστούν τις χαρές τους, να μιλήσουν για τις δουλειές τους και τους έρωτές τους.
Δεν ξέρω αν γίνεται έτσι με όλα τα λιμάνια, πάντως το Βουρκάρι είχε σίγουρα κάτι το ξεχωριστό. Μπορεί να ταξίδεψα πολύ αφού έφυγα από κει, σε Ελλάδα και εξωτερικό, να είδα πράγματα, να γνώρισα ανθρώπους, αλλά το Βουρκάρι ήταν πάντα στο μυαλό μου σαν ένας τόπος όπου μπορούσα να επιστρέψω.
Σίγουρα θυμάσαι με νοσταλγία την πρώτη σου δουλειά, τον πρώτο σου μισθό, αλλά στη Βουρκαριανή ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι δούλευα με την στενή έννοια της λέξης. Ο Νίκος ήταν φίλος, δεν ήταν αφεντικό. Και η Σωτηρία ήταν κι αυτή φίλη, δεν ήταν συνάδελφος. Όσο για τη δουλειά, δεν ήταν δουλεία. Ήταν ευχαρίστηση.
Έτσι, σ΄ αυτό το κλίμα γεννήθηκαν πολλές εκθέσεις.
Η πρώτη έκθεση που στήθηκε όταν βρέθηκα στη Τζιά ήταν της Χριστίνας της Μόραλη.
Η κυρίως αίθουσα μετατράπηκε σε καλοκαιρινό σκηνικό, με πιάτα, δεκάρες και ένα σωρό κεραμικά και μικροαντικείμενα. Οι πελάτες έπεσαν σαν αρπακτικά πάνω στις δεκάρες-σουβέρ κι αφού τελείωσαν ζητούσαν κι άλλες. Αφού η Χριστίνα μας έδωσε να έχουμε και για όλη την επόμενη σεζόν. Η Χριστίνα ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος κέφι και ζωντάνια και είχε σαν φιλοσοφία της ότι από την τέχνη πρέπει να ζούμε κιόλας, γι΄ αυτό και έφτιαχνε αντικείμενα που ήταν ιδιαίτερα ευκολοπούλητα. Θυμάμαι το χειμώνα άνοιγε το ατελιέ της στον κόσμο για να πουλήσει έργα της που τα είχε όλα σε κάτι τεράστιους πάγκους για να διαλέξεις ό,τι θέλεις. Σε ένα τέτοιο event γνώρισα το θείο της , το Γιάννη Μόραλη, έναν από τους καλλιτέχνες που θαύμαζα όσο κανέναν άλλο. Ξέγνοιαστος και με ένα ιδιαίτερο χιούμορ πήγαινε από πάγκο σε πάγκο και σχολίαζε τα διάφορα αντικείμενα. Μετά έχασα τα ίχνη του. Μόνο πήγα και είδα την έκθεσή του στη Ζουμπουλάκη, συγκινημένη, γνωρίζοντας πως θα μπορούσε να είναι και η τελευταία του.
Η Σωτηρία ήταν δουλευταρού, καπάτσα, πονηρή και πολύ καλή έμπορος. Μ΄ ένα μπλουζάκι κι ένα σορτσάκι ή κάποιο κοντό φουστάκι κατέβαινε κάθε μέρα στη γκαλερί και, αφού πίναμε τον καφέ μας σχολιάζοντας ανθρώπους και καταστάσεις, πιάναμε δουλειά. Ποτέ δεν κατάφερα να την ψυχολογήσω, αλλά περνάγαμε καλά μαζί. Μιλάγαμε, γελάγαμε και είχαμε και μία μυστική επικοινωνία που μας ένωνε. Χάρηκα πολύ όταν την είδα μετά από χρόνια να έχει τη δική της γκαλερί και μάλιστα συνεργάστηκα μαζί της για την έκθεση του Ανδρέα Κοντέλλη.
Ο Νίκος μας φρόντιζε και τις δύο. Περνούσαν κι άλλες κοπέλες από τη γκαλερί, αλλά εμείς ήμασταν οι βασικές του. Ο Νίκος είχε ένα εγκεφαλικό χιούμορ με το οποίο γελούσαμε πολύ. Και βλακείες να κάναμε πάντα αντιμετωπίζονταν με χιούμορ. Μόνο μια φορά θυμάμαι είχε θυμώσει πολύ γιατί είχα βγει ένα βράδυ και κοιμήθηκα σε άλλο σπίτι, άργησα να ξυπνήσω και άνοιξα τη γκαλερί μια ώρα αργότερα. Τον βρήκα να με περιμένει με τον καφέ του στο τραπέζι. Χτυπάνε τα τηλέφωνα, μου είπε φανερά ενοχλημένος. Συγγνώμη του ζήτησα και φρόντισα να μην ξανασυμβεί.
Κατά τα άλλα η ζωή στο Βουρκάρι συνεχιζόταν κανονικά. Κότερα έρχονταν και φεύγανε, εστιατόρια και καφέ-μπαρ ανοίγανε και κλείνανε, καράβια έφερναν κόσμο και τον παίρνανε.
Ένας από τους ανθρώπους που έκαναν έκθεση στη Βουρκαριανή όσο ήμουν εκεί ήταν ο Μπατιστάτος, ένας γραφικός τύπος με λευκά μαλλιά, λευκά γένια και τσιμπούκι, που φρόντιζε με μεγάλη αγάπη το σκάφος του και που δεν σταματούσε να ζωγραφίζει τοπία της Τζιάς με κάθε λεπτομέρεια. Που τον έχανες που τον έβρισκες, πάντα κατέληγε στο προαύλιο της Βουρκαριανής να ζωγραφίζει και να τσακώνεται με το Νίκο το Δαλαρέτο για διάφορα θέματα. Ώσπου τον έπεισε να του κάνει έκθεση. Για να τον ευχαριστήσει, του πρότεινε να τον πάει με το σκάφος μέχρι την Άνδρο. Ο Νίκος δέχτηκε και πήρε μαζί του το γιο του το Μιχάλη κι εμένα. Τι το ΄θελε; Η μηχανή σταμάτησε στα μέσα της διαδρομής και γυρίσαμε κακήν κακώς πίσω με πανί και με χάλια στομάχι.
Η έκθεση βέβαια έγινε και όσοι αγαπούσαν τη Τζια και τον ίδιο, αγόρασαν έργα του.
Όσο για την Άνδρο, πήγα μερικά χρόνια αργότερα, τότε που ήταν οι εκθέσεις Τουλούζ Λωτρέκ και Ο μύθος της Γυναίκας, όπου και γνώρισα το επόμενο αφεντικό μου, τον Χάρη τον Καμπουρίδη.
Η Μαρία η Μπαρμπαρή έκανε κι αυτή έκθεση στη Τζιά όσο ήμουν εκεί. Η ίδια ήταν αρκετά κλειστός χαρακτήρας και με πολλές ευαισθησίες. Θυμάμαι στην έκθεσή της είχαμε βγάλει και κατάλογο: Δρυς – Δρυάδες – Αμαδρυάδες. Με είχε μαγέψει ο μύθος των δέντρων που απεικόνιζε, και έτσι όπως μπλέκονταν τα κλαδιά μεταξύ τους στα σχέδιά της σχημάτιζαν πρόσωπα και σώματα με τη φαντασία μου να καλπάζει.
Μια άλλη μορφή στο νησί που τριγυρνούσε στη Βουρκαριανή ήταν ο Μιχελιδάκης, ο λογιστής. Ο πρώτος που μου κόλλησε ένσημα – τα έβαζαν τότε σε κάτι καφετιές καρτέλες που θύμιζαν μιζέρια δημοσίου: τίποτα δεν γινόταν ηλεκτρονικά ακόμα. Ο Μιχελιδάκης αποδείχτηκε και αυτός φιλότεχνος. Δεν θυμάμαι να αγόρασε ποτέ κάτι αλλά μίλαγε άλλοτε με πάθος και άλλοτε με ειρωνεία για τα έργα που έβλεπε.
Άλλος ένας φιλότεχνος –δεν θυμάμαι το όνομά του- πείστηκε να κάνει συλλογή αποκλειστικά με τοπία της Τζιάς. Τον είδα πρόσφατα στο νησί και μου είπε ότι μαζεύει ακόμα και σήμερα έργα γνωστών αλλά και άγνωστων καλλιτεχνών.
Αυτό ήταν ένα από τα καλά της Βουρκαριανής. Και οι απλοί άνθρωποι μπορούσαν να έχουν σπίτι τους έργα που να τους αρέσουν. Δυστυχώς τώρα με την κρίση, η μεσαία τάξη, τα ζευγάρια που έφτιαχναν τα σπίτια τους και αγόραζαν πίνακες, εξαφανίστηκαν. Και τα έργα τα παίρνουν ή συλλέκτες ή ορισμένα «λαμόγια». Εύχομαι να μην κρατήσει πολύ αυτό.
Έναν ακόμη ζωγράφο που θυμάμαι να πέρασε από τη γκαλερί είναι ο Στάθης ο Βατανίδης. Ήταν από τους ανθρώπους που αν του έκανες κάτι που θα τον ενοχλούσε δεν θα στο έλεγε αλλά θα στο κράταγε μέχρι τα βαθιά του γεράματα για να στο πετάξει μετά από χρόνια στην πιο άσχετη στιγμή. Γιατί θέλεις να κάνεις έκθεση στο Βατανίδη;, ρώτησα το Νίκο και η ερώτηση έγινε ολόκληρη συνέντευξη.
Στη Τζια με είχε εντυπωσιάσει ένα πράγμα: όπου και να βρισκόσουν, έβλεπες κι από ένα εκκλησάκι. Ήσουν δηλαδή προστατευμένος παντού. Υπήρχε επίσης ένας μύθος που έλεγε ότι οι Τζιώτες δεν ήθελαν τους γέρους και τους έδιναν δηλητήριο για να πεθάνουν. Μόνο ένας που αγαπούσε πολύ τον πατέρα του τον έκρυψε και όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα στο νησί, με τη συμβουλή του, δόθηκε λύση. Από τότε λένε « αν έχεις γέρο....»
Κορρησία, Γυαλισκάρι, Βουρκάρι, Οτζιάς. Αυτή τη διαδρομή έκανα στο νησί όταν είχα ρεπό. Άντε και καμιά φορά να πήγαινα στην Ιουλίδα. Μου έλεγαν να πάω και στα Ξύλα ή στο Σπαθί – ειδικά ο Κασπίρης -, αλλά δεν είχα χρόνο για τέτοιες αποστάσεις. Στο Βουρκάρι είχε τα πάντα. Γιατί να μετακινούμαι άσκοπα; Τότε τον Αρίστο τον είχε η Κατερίνα και το Μωβ ήταν ψιλικατζίδικο. Το κουτσομπολιό ήταν εθνικό σπορ στο Βουρκάρι, αλλά ποτέ δε μ΄ ένοιαξε. Αντίθετα, μου άρεσε. Είχε πλάκα αυτή η ανάγκη των ανθρώπων να σκορπίζουν φήμες και να καυγαδίζουν μεταξύ τους για μικροπράγματα. Όλα τα έβλεπα όμορφα με το εφηβικό μου το μυαλό και έτσι τα θυμάμαι.
Από τις αγαπημένες μου στιγμές ήταν να διαβάζω Τα γνωμικά του Τσαρούχη. Ποτέ δεν είναι νωρίς, έλεγε. Δηλαδή πάντα είναι αργά. Και με ανακούφιζε αυτό χωρίς να ξέρω το γιατί. Το συνειδητοποίησα πολλά χρόνια αργότερα όταν έπρεπε να έρθω σε ρήξη με ανθρώπους και καταστάσεις για να φτιάξω τη ζωή μου όπως την ήθελα. Ήταν αργά;.
Ανάμεσα στο γιο του Νίκου που μιλούσε για τα καβούρια, τις πεταλίδες και τους αχινούς, στη μητέρα του που μαγείρευε, στη Σωτηρία που έλεγε για τον τότε έρωτά της, στον ίδιο το Νίκο και τις ιστορίες που είχε να διηγηθεί, συνειδητοποιούσα πόσο μου άρεσε η τέχνη και πόσο καλά είχα κάνει που είχα πάει στη Βουρκαριανή. Είχα σκοπό έτσι κι αλλιώς να σπουδάσω ιστορία τέχνης, γι΄ αυτό εξάλλου δούλευα, αλλά σίγουρα η θεωρία απέχει από την πράξη. Κι εγώ, στη Βουρκαριανή, έβλεπα την πράξη. Πέρα από το ότι ζούσα μες στους πίνακες, είχα και τους ίδιους τους καλλιτέχνες να μου εξηγούν ό,τι τους ρωτούσα. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι έμαθα τι είναι εμπόριο τέχνης, πράγμα που ξέχασα αργότερα με τις σπουδές. Ήξερα να βλέπω και να νιώθω, αλλά έμαθα και να πουλάω. Κι ας με κέρδισε στη συνέχεια το γράψιμο. Όταν αργότερα δούλεψα στο Μιχαλαριά καθώς και στο Art Shop του Ιανού, βγήκαν όλες οι μνήμες της Βουρκαριανής, και γι΄ αυτό ευγνωμονώ το Νίκο που δεν με γέμιζε αυταπάτες για την τέχνη. Έβαζε σε όλα μια τιμή και σ΄ αυτήν έπρεπε να πουληθούν. Απλά όταν έχεις γνώση του αντικειμένου, μπορείς να πουλήσεις πιο εύκολα.
Τέχνη, τέχνη, τέχνη και πώληση, λοιπόν. Αυτά έμαθα και δεν τα ξεχνάω ποτέ.
Εντωμεταξύ, η μποέμικη ζωή με είχε συνεπάρει. Και έβλεπα καθαρά πως για να ζεις όπως σ΄ αρέσει, πρέπει να δουλεύεις για να έχεις τα δικά σου χρήματα και να τα διαθέτεις όπου εσύ θες. Άλλο ένα δίδαγμα της Βουρκαριανής που με συνοδεύει μέχρι σήμερα.
Βέβαια οι εκθέσεις συνεχίζονταν. Στη Τζιά αλλά και στην Αθήνα. Όπως εκείνη που έγινε στην Ελληνογερμανική Αγωγή. Σε πάγκο όλα τα βιβλία των εκδόσεων της γκαλερί και γύρω γύρω έργα. Και μια ανορθόγραφη αφιέρωση του Νίκου στο βιβλίο του Σπεράντζα: « Για τη φίλη μου την Ήρα που αγαπάει τα απαίρητα» ( κάτι σε απέριττα και απαραίτητα μαζί). Βέβαια, οι αγαπημένες μου εκθέσεις ήταν οι ομαδικές. Έβγαιναν έργα από το ντεπό και στήνονταν όμορφα για να προσελκύσουν πελάτες. Και οι δύο άλλες αίθουσες μες στο φώς: τα βιβλία και οι αντίκες να λάμπουν. Ακόμα έχει μείνει το μελάνι από μια πένα στο δάχτυλό μου. Tattoo που μου θυμίζει τη Βουρκαριανή.
Κάποια στιγμή όλα τελειώνουν. Έτσι και η συνεργασία μου με τη Βουρκαριανή τελείωσε. Έπρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου και να βρω δουλειά στην Αθήνα. Δεν στενοχωρήθηκα. Έκλεισε ένας κύκλος για να ανοίξει ο επόμενος. Και όπως μου ‘λεγε ο Νίκος, όλα είναι οχτάρια που κινούνται στο άπειρο. Κάνεις κύκλο κι αλλάζεις επίπεδο. Το ίδιο έγινε και με τη Βουρκαριανή. Το 2007 έκλεισε τον κύκλο της. Έκλεισε, για ν΄ ανοίξει λίγο πιο δίπλα στο Βουρκάρι το Ίδρυμα, με όλο το αρχείο και όλες τις μνήμες της Βουρκαριανής για τις οποίες κλήθηκα να γράψω.
Ήρα Παπαποστόλου
Αύγουστος 2013